λαχνογυιος

λαχνογυιος
    λαχνόγυιος
    λαχνό-γυιος
    2
    с мохнатым телом, покрытый шерстью или мехом
    

(θῆρες Eur.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "λαχνογυιος" в других словарях:

  • λαχνόγυιος — λαχνόγυιος, ον (Α) αυτός που έχει τριχωτά μέλη («θηρῶν λαχνογυίων», Ευρ). [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχνη + γυιος (< γυίον «μέλος»), πρβλ. ιμερό γυιος, λιπό γυιος] …   Dictionary of Greek

  • λαχνογυίων — λαχνόγυιος with shaggy limbs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυίον — γυῑον, το (Α) 1. μέλος τού σώματος 2. χέρι 3. ολόκληρο το σώμα 4. πληθ. γυῑα, τα α) τα μέλη τού σώματος («γυῑα λέλυντο», «τρόμος, κάματος λάβε γυῑα») β) τα χέρια 5. φρ. α) «γυῑα ποδῶν» τα πόδια β) «μητρός γυῑα» η μήτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ήδη ομηρική… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»